τρομάζω — τρομάζω, τρόμαξα, τρομαγμένος βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρομάζω — ΝΜΑ, και τρομάσσω ΝΜ [τρόμος] 1. προκαλώ σε κάποιον αιφνίδιο και ζωηρό φόβο (α. «τήν τρομάζουν οι θόρυβοι τής νύχτας» β. «δεν μάς τρομάζουν οι απειλές» γ. «αὐτοὶ οἱ λίθοι αὐτὸν ἐτρόμαξαν», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. (αμτβ.) (με το να) προσπαθώ πολύ … Dictionary of Greek
αγγελοσκιάζω — τρομάζω κάποιον· μέσ. αγγελοσκιάζομαι ψυχομαχώ, ξεψυχώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελοσκιάζω — 1. τρομάζω κάποιον 2. αγγελοκρούομαι, τρομάζω βλέποντας τον άγγελο τού θανάτου, πνέω τα λοίσθια 3. ταράζομαι, τρομάζω 4. σεληνιάζομαι 5. αγγελοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το παθ., που παράγεται από το άγγελος + σκιάζομαι, πρβλ.… … Dictionary of Greek
ατύζομαι — ἀτύζομαι και ἀτύζω (Α) 1. συνταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι 2. ταράζομαι από λύπη 3. εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος 4. ( ω) τρομάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συσχετίστηκε με τα χεττιτ. hatuki «τρομερός, φοβερός» και αλβ. tus «τρομάζω»,… … Dictionary of Greek
κατατρομάζω — (επιτ. τ. τού τρομάζω) 1. τρομάζω κάποιον υπερβολικά, εκφοβίζω, τρομοκρατώ, καταφοβίζω 2. (αμτβ.) τρομάζω πολύ, τρομοκρατούμαι, καταλαμβάνομαι από φόβο, πανικοβάλλομαι … Dictionary of Greek
ξαφνιάζω — και ξαφνίζω 1. προκαλώ έκπληξη ή φόβο σε κάποιον, τρομάζω, σκιάζω 2. παθαίνω μικρό διάστρεμμα, στραμπούλισμα («με τη γυμναστική ξάφνιασα τη μέση μου») 3. μεσ. ξαφνιάζομαι και ξαφνίζομαι εκπλήσσομαι, σκιάζομαι, τρομάζω («ξαφνίζεται στον ύπνο μου» … Dictionary of Greek
παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… … Dictionary of Greek
παρατρέω — Α (επικ. τ.) 1. παρεκκλίνω από φόβο, τρομάζω και φεύγω, παραμερίζω φοβισμένος 2. (για άλογα) ξυπάζομαι, τρομάζω και πηδώ πλάγια («παρέτρεσαν δὲ οἱ ἵπποι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρέω «τρέμω, τρομάζω»] … Dictionary of Greek
αγγελοκρούω — Ι. ενεργ. 1. (για τον χάρο) είμαι έτοιμος να αφαιρέσω την ψυχή κάποιου 2. εκφοβίζω, τρομάζω 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω II. παθ. 1. πεθαίνω ξαφνικά, βρίσκω αιφνίδιο θάνατο 2. πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ, παραληρώ 3. τρομάζω, μένω άναυδος από τρόμο.… … Dictionary of Greek